ριπτασμος

ριπτασμος
    ῥιπτασμός
    ὅ беспокойные движения, волнение, метание
    

(ῥ. καὴ διαβόησις Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ριπτασμος" в других словарях:

  • ῥιπτασμός — throwing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπτασμός — ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ [ῥιπτάζω] στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία νεοελλ. ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια αρχ. 1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί 2. αμφιταλάντευση …   Dictionary of Greek

  • ῥιπτασμοί — ῥιπτασμός throwing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμοῦ — ῥιπτασμός throwing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμῷ — ῥιπτασμός throwing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμόν — ῥιπτασμός throwing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπταστικός — ή, όν, Α [ῥιπτάζω] 1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί 2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόν ο ριπτασμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»